κρισολόγημα

κρισολόγημα
το [κρισολογούμαι]
δικαστικός αγώνας, δίκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρισολόγημα — το, ατος δικαστικός αγώνας, δίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρισολογία — και κρισολογιά, η [κρισολογούμω] κρισολόγημα* …   Dictionary of Greek

  • κρισολογιά — η βλ. κρισολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”